- ἴσκομαι
- ἴσκωgopres ind mp 1st sg (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μνημίσκομαι — (Α) μιμνήσκομαι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μνήμη + θαμιστικό επίθημα ίσκομαι (πρβλ. δειδ ίσκομαι)] … Dictionary of Greek
ρυΐσκομαι — Α (απόθ.) 1. υποφέρω από διάρροια 2. παρουσιάζω τριχόπτωση 3. πιθ. ρέω, χύνομαι 4. (η μτχ. αρσ. ενεστ. ως, ουσ.) ὁ ῥυϊσκόμενος ο εκτεινόμενος ή ο ρευστός. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ῥυΐσκομαι έχει σχηματιστεί από τη μηδενισμένη βαθμίδα ῥυF τού ῥέω* (πρβλ.… … Dictionary of Greek
χρηΐσκομαι — Α ιων. τ. (θαμ. τού χρῄζω) χρειάζομαι κάτι πολύ. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρή*, κατά τα ρ. σε ίσκω / ίσκομαι (πρβλ. ῥυ ΐσκομαι)] … Dictionary of Greek
μαρανίσκομαι — (Μ) μαραίνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Από το θ. τού μαραίνομαι + θαμιστική κατάλ. ίσκομαι] … Dictionary of Greek